- ἐπιτειχισμός
- ἐπιτειχ-ισμός, ὁ,A = -ισις, Th.7.18, X.HG5.1.2 ; τῇ χώρᾳ against it, Th.1.122 : metaph.,
ἕτερον κατὰ τῆς πόλεως ἐ. ἐζήτει D.18.87
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕτερον κατὰ τῆς πόλεως ἐ. ἐζήτει D.18.87
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιτειχισμός — against masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτειχισμός — ο (Α ἐπιτειχισμός) [επιτειχίζω] η οικοδόμηση φρουρίων, οχυρωμάτων, τειχών, η εκτέλεση οχυρωματικών έργων («σίδηρόν τε... καὶ τὰ ἄλλα ἐργαλεῑα ἠτοίμαζον εἰς τὸν ἐπιτειχισμόν», Θουκ.) αρχ. κάθε μέσο επίθεσης ή άμυνας («ἕτερον κατὰ τῆς πόλεως… … Dictionary of Greek
ἐπιτειχισμοῦ — ἐπιτειχισμός against masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτειχισμῷ — ἐπιτειχισμός against masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτειχισμόν — ἐπιτειχισμός against masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)